Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

Ότι αγαπήσαμε πίσω έμεινε


προδημοσίευση

απόσπασμα από το βιβλίο

"ότι αγαπήσαμε πίσω έμεινε"


Αν η ζωή ξεκινάει με έναν πρόλογο, ας τον ονομάσουμε έτσι:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ



Είμαι η Ζωή – Μαρία Μοντανάρη, η πρώτη κόρη του Χαράλαμπου και της Αθηνάς. Υπήρξα γυναίκα με αποφασιστικότητα, κληροδότημα μιας γέννας κρίσιμης. Δεν υπήρξα ποτέ υποκατάστατο ενός ρόλου που έπρεπε να παίξω, γιατί παρ’ όλη τη φτώχεια, τον πόλεμο, την κατοχή, την ορφάνια, την απόλυτη ανέχεια και τη συμφορά η ζωή μου παραχώρησε τη ζεστή αγκαλιά της για να μεγαλώσω με συνθήκες προσφοράς και αγάπης στους άλλους.
Βλέπεις η αγάπη, η αληθινή αγάπη έχει τόση δύναμη που μπορεί να σε εξευτελίσει όπως και η αρρώστια. Καιροφυλαχτούν και τα δυο προετοιμάζοντας την καταστροφή σου. Σε πολλές δύσκολες στιγμές αναρωτήθηκα μήπως τελικά η αγάπη είναι κάποια αρρώστια και δεν το’ χω καταλάβει; Μήπως ένας θάνατος, αν δεν την αφήνεις να ενεργεί ελεύθερη; Ο περίγυρος, η εξουσία, ο έρωτας, η σχέση, η αγάπη όλα περνούν απ’ τον προσωπικό αφορισμό της ζωής. Και ο θεός το μοσκιό έπλασε τους ανθρώπους κατ΄ εικόνα και ομοίωση με Του, αποδεικνύοντας πως είναι δημιουργός όλων των άσχημων συμπεριφορών, αμαρτιών, δολοφονιών και απάτης. Τέλος πάντων όλων των συμφορών. Ω! θεέ μου, συγχώρεσε τα λόγια μου, αλλά πρέπει να έχεις αποτύχει με τους ανθρώπους. Σίγουρα το ξέρεις και γι αυτό μένεις μακριά τους όταν σε χρειάζονται.
Ίσως ξέρεις κι εσύ αυτό που συμβαίνει σε ορισμένους ανθρώπους σαν και μένα ας πούμε που προσπάθησα να αντιμετωπίσω σοβαρά τη ζωή, μα που ποτέ όμως δεν απόκτησα τον έλεγχό της. Και ποιος ελέγχει τη ζωή του; Εκεί που νομίζεις πως όλα έχουνε στρώσει έρχεται κάτι να ξαφνιάσει τα πάντα. Αρκεί μια άτυχη επιλογή, το χειρότερο μια μαλακισμένη αρρώστια για έρθουν τα πάνω κάτω…
Μη απορείς και μην τρομάζεις, δεν έχω τίποτα… Κοιτάς που τρέμουν τα χείλια μου;.. τώρα ποια καμία συγκίνηση περασμένη δεν μπορεί να με λυγίσει… Αχ! να μπορούσα ν’ ανάψω ένα τσιγάρο, να άντεχα να το καπνίσω μέχρι τέλος…
Μπορεί πια να μην αντέχω το τσιγάρο αλλά πάντα βρισκόμουνα εδώ, παρούσα ακολουθώντας πιστά όσα έπρεπε να υπηρετήσω στη ζωή μου.
Αχ! πολλά φορτώνουν στις πλάτες μας. Από μικρά παιδιά πρέπει να σέρνουμε μέσα μας μνήμες, από εκείνες τις όμορφες μέρες που δεν θα ξαναβρούμε πια.
«Έχεις ιταλιάνικο αίμα», μου φώναζε ο πατέρας μου σαν να τραγουδούσε ταραντέλα, και η μάνα μου με το αχνό χαμόγελο που έμοιαζε να γράφει επάνω στο πρόσωπο της όλη την περηφάνια του κόσμου απαντούσε: «Τρελέ ιταλέ και το ελληνικό το ίδιο χρώμα έχει, τα ίδια αισθήματα τρέφει και γεννάει στους ανθρώπους».

Έτσι βρέθηκα ξαφνικά μέσα σε ένα είδος κόσμου παράξενου. Τότε δεν γνώριζα και προσπαθούσα να τον μάθω, πάλεψα, πίστεψα μέχρι που χάθηκε από μέσα μου η έννοια του ανθρώπινου μυστηρίου.
Μεγαλώνοντας είδα πολλούς να ξεθάβουνε την κακία τους, οι σχέσεις δεν είχαν πια συναίσθημα, ήταν μόνο σχέσεις γεύσης και τροφής. Αν σε δοκίμαζαν ν και τους άρεσες θα σε τρώγανε.
Ήξεραν τις ανάγκες μου, έβγαζα τα μάτια μου μ’ αυτά τα κεντήματα, βελονιά τη βελονιά, σχεδόν δεν κοιμόμουνα τα βράδια να προλάβω τη δουλειά για εκατόν είκοσι δραχμές και μου προσφέρουν μόνο τριάντα, ας είναι και μ’ αυτά θα τη βγάλουμε, έλεγα. Θα σου αγοράσω μέλι και γάλα, ν’ αλλάξεις λίγο γεύση από τη στρατιωτική μαρμελάδα που φέρνει απ’ το ΠΟΒΑ ο πατέρας σου.
Έψαχνα να καταλάβω τις ψυχές μας μέχρι που αναρωτήθηκα τι είναι ψυχή. Μήπως ένα βάρος που κυοφορείται μέσα μας για να μας θυμίζει πόσο ευάλωτοι είμαστε στ’ αλήθεια και να γεμίζουμε αγωνία;
Μήπως είναι μια άλλου είδους μητρότητα που σαν άυλο ον βρίσκεται χωμένη στο βάθος της ουσίας μας; Στη πορεία της ζωής μας ψάχνουμε να βρούμε αυτό το άυλο ον και δεν ξεχωρίζουμε ότι το γεννάμε κάθε μέρα, κάθε φορά με τις πράξεις μας.
Εγώ κατάλαβα πως ψυχή είναι τελικά το αποτέλεσμα των πράξεων μας. Αυτή μας χαρίζει την ευτυχία της αξιοπρέπειας ή την κατήφεια από τις άχρηστες συμπεριφορές μας.
Αυτό που μου άφησε η ζωή είναι πως τελικά ποτέ κανέναν δεν αγαπάμε. Αγαπάμε στον άλλον την εικόνα που χτίζει η φαντασία ή οι ανάγκες μας. Αυτό που νομίζουμε ότι αγαπάμε είναι η δική μας κατασκευή και στην ουσία δεν αγαπάμε παρά μόνο τον εαυτό μας.
Άκουσε λοιπόν πως έχουνε τα πράγματα…