Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Λέσχη Ανάγνωσης στον Πολιτιστικό Πολυχώρο ΑΓΚΥΡΑ



Η λέσχη ανάγνωσης της Άγκυρας παρουσίασε το βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη
«Του φιδιού το γάλα»,.
Η συνάντηση του συγγραφέα με τους αναγνώστες έγινε
την Δευτέρα 02, Δεκεμβρίου, στις 19:00 μ.μ.
στον Πολυχώρο ΑΓΚΥΡΑ, Σόλωνος 124 & Εμμ. Μπενάκη.

Μόνο εγώ, η Ελένη Γκίκα δεν μίλησε για να μην καταχραστούμε το χρόνο του ανεξάντλητου Ξανθούλη. Έκανα λοιπόν μια μικρή εισήγηση λέγοντας ότι:
Δεν μπορώ να μιλήσω για έναν συγγραφέα και δη για κάποιον όπως ο Γιάννης Ξανθούλης.
Τη μοναδική γνώμη που έχω να εκφέρω είναι ότι είναι ανεξάντλητος, τον διαβάζω και πάντα βρίσκω στα κείμενα του κάτι ενδιαφέρον.
Ο Ξανθούλης είναι στη συνείδηση του κόσμου και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις.
Όλοι έχουμε διαβάσει αν όχι όλα κάποια από τα βιβλία του και είναι απορίας άξιον πως καταφέρνει κάθε φορά να μας κερδίσει και να ακολουθούμε τα ταξίδια του.

Σήμερα είμαστε εδώ να μας μιλήσει για το βιβλίο του «Του φιδιού το γάλα».
Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει χαρακτηρίσει αυτό το βιβλίο ως θρίλερ με βασικό σίριαλ κίλερ τα πληγωμένα μας αισθήματα, τα τραύματα της απόρριψης αλλά και τη γοητεία της αυτοκαταστροφής που ελλοχεύει μέσα μας περιμένοντας την ανάλογη καλή στιγμή για να εκδηλωθεί.

Δεν χρειάστηκε να πω περισσότερα, πήρε το λόγο κι επί μιάμιση περίπου ώρα μας μιλούσε με τόσο χιούμορ για όλα όσα αφορούν το γράψιμο και τη σκέψεις του.
Ήταν πραγματικά ένα υπέροχο απόγευμα.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008




Πόσο θα ήθελα να ήμουν Άγγελος,
να άπλωνα τα φτερά μου να πέταγα μακριά.
Να καταργούσα το χρόνο.
Φαντάσου, να έσβηνα
κάποια νεκρά χρόνια απ` τη ζωή μου και
να συνέχιζα εκεί που θα ήμουνα ώριμη και
θα με ολοκλήρωναν οι πράξεις μου.


Να ακούω τη μουσική της Edith και
να περπατάω μέσα σ` εκείνη τη βροχή
που κάνει τη γη να αναδίνει ζωντανές οσμές.
Να εκθέτω το κορμί μου γυμνό
όπως τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού”.


(απ το βιβλιο: "το υστερόγραφο μιας συγνώμης ")

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008


έγνοια μου
Τώρα που σ' άγγιξε η έμπυρη έγνοια μου
τώρα που η θέρμη της λύγισε τη σιωπή σου
πες στο θεό
πως είσαι κομμάτια άπ' τη δική σου ζωή.
Με τι δική σου φωνή φώναξέ Του
πως ψήγματα απ' τη ψυχή σου.
τη δική σου ψυχή
μου χάρισες
δβ 1998

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

Ότι αγαπήσαμε πίσω έμεινε


προδημοσίευση

απόσπασμα από το βιβλίο

"ότι αγαπήσαμε πίσω έμεινε"


Αν η ζωή ξεκινάει με έναν πρόλογο, ας τον ονομάσουμε έτσι:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ



Είμαι η Ζωή – Μαρία Μοντανάρη, η πρώτη κόρη του Χαράλαμπου και της Αθηνάς. Υπήρξα γυναίκα με αποφασιστικότητα, κληροδότημα μιας γέννας κρίσιμης. Δεν υπήρξα ποτέ υποκατάστατο ενός ρόλου που έπρεπε να παίξω, γιατί παρ’ όλη τη φτώχεια, τον πόλεμο, την κατοχή, την ορφάνια, την απόλυτη ανέχεια και τη συμφορά η ζωή μου παραχώρησε τη ζεστή αγκαλιά της για να μεγαλώσω με συνθήκες προσφοράς και αγάπης στους άλλους.
Βλέπεις η αγάπη, η αληθινή αγάπη έχει τόση δύναμη που μπορεί να σε εξευτελίσει όπως και η αρρώστια. Καιροφυλαχτούν και τα δυο προετοιμάζοντας την καταστροφή σου. Σε πολλές δύσκολες στιγμές αναρωτήθηκα μήπως τελικά η αγάπη είναι κάποια αρρώστια και δεν το’ χω καταλάβει; Μήπως ένας θάνατος, αν δεν την αφήνεις να ενεργεί ελεύθερη; Ο περίγυρος, η εξουσία, ο έρωτας, η σχέση, η αγάπη όλα περνούν απ’ τον προσωπικό αφορισμό της ζωής. Και ο θεός το μοσκιό έπλασε τους ανθρώπους κατ΄ εικόνα και ομοίωση με Του, αποδεικνύοντας πως είναι δημιουργός όλων των άσχημων συμπεριφορών, αμαρτιών, δολοφονιών και απάτης. Τέλος πάντων όλων των συμφορών. Ω! θεέ μου, συγχώρεσε τα λόγια μου, αλλά πρέπει να έχεις αποτύχει με τους ανθρώπους. Σίγουρα το ξέρεις και γι αυτό μένεις μακριά τους όταν σε χρειάζονται.
Ίσως ξέρεις κι εσύ αυτό που συμβαίνει σε ορισμένους ανθρώπους σαν και μένα ας πούμε που προσπάθησα να αντιμετωπίσω σοβαρά τη ζωή, μα που ποτέ όμως δεν απόκτησα τον έλεγχό της. Και ποιος ελέγχει τη ζωή του; Εκεί που νομίζεις πως όλα έχουνε στρώσει έρχεται κάτι να ξαφνιάσει τα πάντα. Αρκεί μια άτυχη επιλογή, το χειρότερο μια μαλακισμένη αρρώστια για έρθουν τα πάνω κάτω…
Μη απορείς και μην τρομάζεις, δεν έχω τίποτα… Κοιτάς που τρέμουν τα χείλια μου;.. τώρα ποια καμία συγκίνηση περασμένη δεν μπορεί να με λυγίσει… Αχ! να μπορούσα ν’ ανάψω ένα τσιγάρο, να άντεχα να το καπνίσω μέχρι τέλος…
Μπορεί πια να μην αντέχω το τσιγάρο αλλά πάντα βρισκόμουνα εδώ, παρούσα ακολουθώντας πιστά όσα έπρεπε να υπηρετήσω στη ζωή μου.
Αχ! πολλά φορτώνουν στις πλάτες μας. Από μικρά παιδιά πρέπει να σέρνουμε μέσα μας μνήμες, από εκείνες τις όμορφες μέρες που δεν θα ξαναβρούμε πια.
«Έχεις ιταλιάνικο αίμα», μου φώναζε ο πατέρας μου σαν να τραγουδούσε ταραντέλα, και η μάνα μου με το αχνό χαμόγελο που έμοιαζε να γράφει επάνω στο πρόσωπο της όλη την περηφάνια του κόσμου απαντούσε: «Τρελέ ιταλέ και το ελληνικό το ίδιο χρώμα έχει, τα ίδια αισθήματα τρέφει και γεννάει στους ανθρώπους».

Έτσι βρέθηκα ξαφνικά μέσα σε ένα είδος κόσμου παράξενου. Τότε δεν γνώριζα και προσπαθούσα να τον μάθω, πάλεψα, πίστεψα μέχρι που χάθηκε από μέσα μου η έννοια του ανθρώπινου μυστηρίου.
Μεγαλώνοντας είδα πολλούς να ξεθάβουνε την κακία τους, οι σχέσεις δεν είχαν πια συναίσθημα, ήταν μόνο σχέσεις γεύσης και τροφής. Αν σε δοκίμαζαν ν και τους άρεσες θα σε τρώγανε.
Ήξεραν τις ανάγκες μου, έβγαζα τα μάτια μου μ’ αυτά τα κεντήματα, βελονιά τη βελονιά, σχεδόν δεν κοιμόμουνα τα βράδια να προλάβω τη δουλειά για εκατόν είκοσι δραχμές και μου προσφέρουν μόνο τριάντα, ας είναι και μ’ αυτά θα τη βγάλουμε, έλεγα. Θα σου αγοράσω μέλι και γάλα, ν’ αλλάξεις λίγο γεύση από τη στρατιωτική μαρμελάδα που φέρνει απ’ το ΠΟΒΑ ο πατέρας σου.
Έψαχνα να καταλάβω τις ψυχές μας μέχρι που αναρωτήθηκα τι είναι ψυχή. Μήπως ένα βάρος που κυοφορείται μέσα μας για να μας θυμίζει πόσο ευάλωτοι είμαστε στ’ αλήθεια και να γεμίζουμε αγωνία;
Μήπως είναι μια άλλου είδους μητρότητα που σαν άυλο ον βρίσκεται χωμένη στο βάθος της ουσίας μας; Στη πορεία της ζωής μας ψάχνουμε να βρούμε αυτό το άυλο ον και δεν ξεχωρίζουμε ότι το γεννάμε κάθε μέρα, κάθε φορά με τις πράξεις μας.
Εγώ κατάλαβα πως ψυχή είναι τελικά το αποτέλεσμα των πράξεων μας. Αυτή μας χαρίζει την ευτυχία της αξιοπρέπειας ή την κατήφεια από τις άχρηστες συμπεριφορές μας.
Αυτό που μου άφησε η ζωή είναι πως τελικά ποτέ κανέναν δεν αγαπάμε. Αγαπάμε στον άλλον την εικόνα που χτίζει η φαντασία ή οι ανάγκες μας. Αυτό που νομίζουμε ότι αγαπάμε είναι η δική μας κατασκευή και στην ουσία δεν αγαπάμε παρά μόνο τον εαυτό μας.
Άκουσε λοιπόν πως έχουνε τα πράγματα…



Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ ΘΑΥΜΑ

ανέκδοτο διήγημα, δημοσιεύτηκε στο 8ο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού "ρώγμές"



“Είναι θαύμα η γαλήνη των τετριμμένων συνηθειών”. Θυμάμαι τα λόγια σου και κλαίω. Θυμάμαι εκείνα τα αγαπημένα μου
πρόσωπα, αυτά που είχαν κάνει τη ζωή μου μαγική και κλαίω στην ξαφνική απουσία τους.
Θυμάμαι, εκείνον το νωχελικό Σεπτέμβρη, εκείνη τη γλυκιά εποχή που μου έλεγες πως την αγαπάς γιατί είναι η πιο ερωτική,
είχαμε πάει στο Δημαρχείο, μόνοι μας κρυφά απ’ όλους, να παντρευτούμε. Από τη ταραχή σου είχες ξεχάσει να πάρεις τις βέρες.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγωνία που είχε η φωνή σου, “ξέχασα… ξέχασα τις βέρες” πρόφερες δειλά και κοίταξες από ντροπή το
σκύλο σου που έστεκε στα πόδια μας και μας παρακολουθούσε αδιάφορος κουνώντας την ουρά του και γρυλίζοντας απολογητικά
σαν να έλεγε, “εγώ δεν έκανα τίποτα”.
Κατόπιν, με κοίταξες με μία αθώα αφέλεια στο βλέμμα περιμένοντας την αντίδρασή μου. Πόσο χαριτωμένες ήταν οι αντιδράσεις
σου. Γέλασες κι εσύ με την καρδιά σου, όταν με είδες να γελάω γεμάτος έκπληξη. Έλαμπες, φρέσκια και όμορφη με αφράτα χείλια
και κατάλευκα δόντια. Κι αυτά τα λακκάκια που έσκαβαν τη βελούδινη επιδερμίδα σου!..
Κακό αυτό που λέω, σίγουρα δεν μου επιτρέπεται, αλλά καλύτερα που δεν ζεις σαν κι εμάς μέσα στα κουρέλια. Θα ήταν αδικία
τόση ομορφιά να βασανίζεται από τον πόνο και την ασχήμια και η σάρκα σου να είναι σαπισμένη από τη ραδιενέργεια.
Τώρα έχω βγάλει τη βέρα από το χέρι μου. Με καμένη σάρκα είναι επίπονο να τη φοράω. Την έχω κρεμασμένη σε ένα καρφί
απέναντί μου και τη βλέπω συνέχεια. Αισθάνομαι όπως τότε που τράβηξα το πέπλο από το πρόσωπο σου και σε φίλησα. Είχες
ντραπεί, σε έπιασε λόξυγκας, εκείνος που σε έπιανε όποτε ντρεπόσουνα… Τότε δεν πίστευα στα θαύματα. Τώρα, ειδικά τώρα ξέρω
πως ήσουνα ένα θαύμα, ένα αληθινό θαύμα.
Ο Πάρις, ο γιος μας βήχει. Δεν ξέρω τι να κάνω, πώς να τον βοηθήσω. Τελικά, η απόγνωση που νιώθω είναι γιατί γνωρίζω, πως
τίποτα δεν μπορώ να του προσφέρω έτσι που καταλήξαμε σαν τρωκτικά μέσα σε αυτή τη βρώμικη τρύπα ένα μέτρο κάτω από τη γη.
Ευτυχώς που το σύστημα της μνήμης έχει χαλάσει και δεν θυμόμαστε αρκετά απ’ όσα μας συνέβησαν γιατί θα μας πονούσαν
αφόρητα. Ίσως αυτή, η αμνησία, να είναι η πιο σπουδαία άμυνα του οργανισμού μας, αλλιώς δεν θα αντέχαμε να ζήσουμε αυτή
την κατάντια.
Να! Τώρα χαμογελάει. Μέσα από τα κουρέλια που είναι τυλιγμένο το πρόσωπο του, δεν φαίνεται, μα αντιλαμβάνομαι ένα μικρό
χαμόγελο που του φέρνουν τα πρόσκαιρα διαλείμματα επανάκτησης της μνήμης του. Κι ευτυχώς που οι επανακτήσεις αυτές
είναι πρόσκαιρες, γιατί όσες φορές συνέβη να κρατήσουν περισσότερο και να γεμίζει από τις εικόνες των αγαπημένων του
ανθρώπων τού γεννούσαν πόνο και οδύνη παρά ευτυχία. Ίσως αντιλαμβάνεται το μέγεθος της συμφοράς και της μοναξιάς του
καθώς και του δύσκολου αγώνα που έχει να δώσει για να επιβιώσει.
Τα χείλια του τρεμοπαίζουν ξεσπώντας επάνω στα κουρέλια κάποιες πνιχτές φράσεις. Συνήθεια που απόκτησε μετά τη μεγάλη
έκρηξη για να σκοτώνει τη μοναξιά του συνομιλώντας πολλές φορές ακόμη και δυνατά με τον εαυτό του.
Πρέπει να του ξαναβρώ μερικά πορτοκαλί χάπια, λένε έχουν πλούσια συστατικά πρωτεΐνης, λένε πως κάνουν θαύματα, αυτά
σίγουρα θα τον δυναμώσουν. Δύσκολη η απόκτηση τους, τα έχουν στην κυριαρχία τους οι κανίβαλοι των υπονόμων. Μόνο
αν βρω κάποιον σύνδεσμο κι ανταλλάξω αυτά τα δύο λευκά χάπια που μου απομείνανε με τα συνθετικά μεταλλικά στοιχεία
και άλατα. Έμαθα πως κάνουνε σαν τρελοί να γευτούνε ένα τέτοιο χάπι, αφού για να συντηρηθούν πίνουνε ακόμη και τα ίδια
τα ούρα τους, προκειμένου να μην πίνουν μόνο τα χημικά απόβλητα.
Αν δεν είχα την υποχρέωση του μικρού μου θα ήξερα πώς να γλιτώσω τη ζωή μου από ετούτη τη συμφορά. Όμως έχω
ευθύνη απέναντί του και στο όνομα αυτής της πατρικής αγάπης αναγκάζομαι να γίνομαι σκληρός και έτοιμος να σκοτώσω
μέσα στα χαλάσματα όποτε τυχαίνει να συναντήσω άνθρωπο που να κατέχει κάποιον φαγώσιμο οργανισμό. Ένα σκουλήκι,
ένα φίδι, κανένα ποντίκι ή κατσαρίδα ακόμη,
για να το δώσω να το φάει ο μικρός μας και ν’ αντέξει μια μέρα ίσως πάρα πάνω.
Τις τελευταίες μέρες του έχει ανέβει πολύ ο πυρετός, ψήνεται. Στην απόγνωση μου σκέφτομαι, πως
αν έπεφτε στα χέρια μου ένας από αυτούς τους βέβηλους που οδήγησαν τον κόσμο στον όλεθρο θα τον έτρωγα
ζωντανό, όπως κάνουνε οι κανίβαλοι στους υπονόμους. Μωρέ! Τους παραδέχομαι… Πρέπει να ειδοποιήσω το φίλο
μου τον Αίολο, μόνο αυτός μπορεί να μου βρει τα πορτοκαλί χάπια. Είναι η τελευταία μου ελπίδα. Θα του δώσω
αυτό το πικρό κομμάτι ρίζας από ελιά να το ανταλλάξει μπας και κάνα θαύμα κάνει τον Πάρι μου να επιβιώσει λίγο ακόμη.
Ο πυρετός πάλι ανέβηκε, ψήθηκε. Ντελίριο έπιασε το μικρό μου και παραμιλούσε. Σε φώναζε με τ’ όνομα σου, αγαπημένη μου.
Πρέπει να έχει νυχτώσει απ’ όσο μπορώ να υπολογίσω από τις ώρες που πέρασαν γιατί έτσι κι αλλιώς τώρα και οι μέρες είναι
σκοτεινές από τον καπνό που έχει τυλίξει τον ουρανό. Δύο χρόνια λένε έχει να βγει ο ήλιος. Τους πιστεύω, αφού έτσι η αλλιώς
έχω χάσει το χρόνο κρυμμένος μέσα στη τρύπα μου ν’ αποφύγω όσο γίνεται τη μαύρη σκόνη που έχει απλωθεί σαν χιόνι.
Παντού στάχτη κι αποκαΐδια από ανθρώπους, ζώα και σπίτια. Όλα σκεπασμένα από πυκνή σκόνη που τρυπάει τα σωθικά.
Κάτι ακούω, επιτέλους θα γύρισε ο Αίολος… Παναγία μου! ας έχει τα χάπια. Τώρα έχει πάλι ησυχία, λες να είναι κανένας
βάνδαλος που κλέβει τρύπες; Καλύτερα να πάρω το μαχαίρι να είμαι έτοιμος ν’ αμυνθώ αν χρειαστεί. Μα αν ήτανε κλέφτης
δεν θα χτυπούσε το τσίγκο… Ο Αίολος θα είναι, πρέπει να του ανοίξω. Από την ασιτία ο τσίγκος μού φαίνεται πως βάρυνε,
ανάθεμα τον. Άνοιξα, σκοτάδι, μια αχνή άγνωστη σκιά μόνο ξεχωρίζω. Τρομάζω για μερικές στιγμές, ώσπου ξεχωρίζω μια
γυναικεία όψη που δεν είχα ξαναδεί. Άναψα τα δύο εκατοστά φυτίλι από τις τελευταίες σταγόνες κεριού που είχαν απομείνει.
Πράγματι στο τρεμάμενο και αμυδρό φως είδα την όψη μιας γυναίκας. Ήταν νέα, την κατάλαβα από το γλυκό βλέμμα των
ματιών της. Ήταν σαν την ηρεμία της παλιάς πανσέληνου, που έσταζε έρωτα. Τρεμούλιασα, ήταν όπως τότε, εκείνο το γλυκό
φθινόπωρο που σε γνώρισα κι ο έρωτας απλώθηκε στη γη για να μας κατακτήσει.
Την κοίταξα πολύ ώρα με το μαγεμένο βλέμμα μου να απλώνεται επάνω της σαν χάδι να την αγγίξει, να την χαϊδέψει, το είχα
ανάγκη αυτό το χάδι. Απ’ τις καλές ημέρες της ζωής μου είχε η ματιά μου να χαρεί γυναικεία σάρκα. Δύο χρόνια τώρα είχα
ξεχάσει τον έρωτα την αγάπη. Η ανάγκη για επιβίωση περιέκλειε μέσα της όλα τα στοιχεία της βίας με όλες τις ακραίες μορφές
της και τίποτα άλλο, κανένα ίχνος στοργής και τρυφερότητας δεν υπήρχε ανάμεσα σε όσους επιζήσαμε. Όμως, πρέπει να ένιωσε
στη σάρκα της τη λαχτάρα μου. Έλαμψαν τα μάτια της μέσα από τις δύο μοναδικές τρύπες των κουρελιών που είχε τυλιγμένο,
παρ’ όλα αυτά, με γυναικεία επιμέλεια το πρόσωπο της. Χαμογέλασε δειλά, αλλά δεν φάνηκε τίποτα, κανένα γλυκό συναίσθημα
δεν εμφανίστηκε,
μόνο ένα κουρελάκι λύθηκε απ’ τη προφανή σύσπαση του προσώπου της και κρεμάστηκε μπροστά στο πηγούνι της. Για λίγες
στιγμές κοιταχτήκαμε και ταξιδέψαμε. Ένα θαύμα, ένα αληθινό θαύμα είναι ο έρωτας, νιώσαμε για λίγο το όνειρο, όπως τότε που
υπήρξαμε άνθρωποι και το είχαμε ανάγκη. Χαθήκαμε, σκορπιστήκαμε μέσα στη καταθλιπτική σκοτεινιά αφήνοντας επάνω στις
στάχτες χνάρια από μιαν αγάπη που μόλις άρχιζε.
-Ποια είσαι; Τι θέλεις εδώ; Τι θες από μένα; ρώτησα αρκετά ταραγμένα.
Χωρίς να μιλήσει άπλωσε το χέρι της και μου πρόσφερε ένα μαραμένο αχλάδι. Απόρησα, μήπως δεν έβλεπα καλά μέσα στη
σκοτεινιά, αναρωτήθηκα και κοίταξα καλύτερα. Όχι, καλά είχα δει, ήταν ένα αχλάδι. Αυτό κόστιζε μια ολόκληρη περιουσία.
Από ένα του μόριο να μοίραζε, κάλλιστα θα γινόταν βασίλισσα κι εκείνη μου το έδινε.
-Γιατί; Γιατί σε μένα; ρώτησα.
Χωρίς να μιλήσει επέμενε να κρατάει το χέρι της, που έτρεμε, τεντωμένο. Θες λίγο από την παράτολμη προσφορά, την
αδυναμία, λίγο από την ταραχή της μαγείας που οι ματιές μας είχαν ενωθεί, λίγο από τον αδιόρατο φόβο που χαρίζει η
εξιχνίαση, πάντως έτρεμε και μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Αυτή την αξιοπρέπεια που χαρίζει η ευγένεια είχα να τη νιώσω
από άλλον άνθρωπο πολύ καιρό και μου άρεσε. Μου ξυπνούσε όσα καλά αισθήματα είχαν απομείνει ακόμη μέσα μου ζωντανά.
-Πέρασε μέσα, είναι επικίνδυνο για τη ζωή σου να εμφανίζεσαι ακάλυπτη, άμα κανένα μάτι σε πάρει να κρατάς αυτό το…
θα σε σκοτώσει για να το πάρει.
Έπιασα τα κουρέλια της από τους ώμους και την τράβηξα με δύναμη μέσα στη τρύπα μου. Δεν ήταν βαριά κι έπεσε επάνω
μου, στριμωχτήκαμε, μα ένιωσα το κορμί της να καίει και την καρδιά μου να χτυπάει. Τη στιγμή που τα πρόσωπα μας ήρθαν
κοντά και θέλησα να την δω καλύτερα, τελείωσε το κερί κι έσβησε η φλόγα του. μείναμε στη θλιβερή καταχνιά του σκοταδιού.
-Είμαι άτυχος, ήρθες τόσο κοντά μου και δεν θα μάθω ποτέ το πρόσωπο σου. Το πρόσωπο μιας γυναίκας που θέλει να…
Αλήθεια, γιατί μου δίνεις το αχλάδι;
-Έμαθα πως έχεις ένα παιδί άρρωστο… Το έχεις ανάγκη λοιπόν, πάρε το, ψέλλισε.
Την ένιωσα που σπαρταρούσε σαν ψάρι και δεν άντεξα να περιμένω. Άπλωσα το χέρι μου κι άρχισα μέσα στο σκοτάδι σαν
τυφλός να ψηλαφίζω το πρόσωπο της. Έσκυψε το κεφάλι της σαν να με διευκόλυνε, όταν βάλθηκα με περίσσια προσοχή σαν
ιεροτελεστία να ξετυλίγω τα κουρέλια που ήταν σφιχταγκαλιασμένα γύρω απ’ το πρόσωπο της.
-Τι κάνεις; ψιθύρισε με κλονισμένη φωνή, όμως, σπαρακτικά τρυφερή.
Άγγιξα με προσοχή τα χείλη της, ένιωσα τις βαθιές χαρακιές τους. Τραβήχτηκε σαν από ντροπή, αλλά κατόπιν τα δάχτυλα
της άρχισαν να ψηλαφίζουν και τα δικά μου σκασμένα χείλια.
-Επιτέλους, άνθρωπος! Πρόφερε μέσα σε έκσταση.
Για κάμποση ώρα μείναμε με τις άκρες των δακτύλων μας να χαϊδεύει ο ένας τα χείλια του άλλου μέσα στο ξεχασμένο πια
συναίσθημα της αγάπης. Όταν επιχείρησα μερικές φορές να την φιλήσω έστρεφε το πρόσωπό της.
-Γιατί δεν με αφήνεις να σε φιλήσω;
-Ένα στόμα χωρίς δόντια, πρόφερε με θλιμμένη φωνή.
-Κανείς μας δεν έχει, τόλμησα χαμογελώντας πικρόχολα κι άρχισα να ξετυλίγω τα κουρέλια κι από το δικό μου κεφάλι.
Με βοήθησε. Τα χέρια της ήταν ανάλαφρη σαν αγιάζι. Ανατρίχιασα.
Μείναμε με γυμνά κεφάλια, ακούμπησα το πρόσωπό μου στο πρόσωπο της. Οι σάρκες μας ήταν ξεφλουδισμένες, σκληρές
και σε πολλά σημεία τους αιμορραγούσαν, μα νιώθαμε όμορφα και μαγικά στην αθόρυβη ένωση.
-Πρέπει να είσαι πολύ όμορφη κι ας μη σε βλέπω, σε νιώθω, σε αισθάνεται η καρδιά μου, είσαι ένα θαύμα που δεν περίμενα
να φανεί, πρόφερα σβησμένα επάνω στα χείλια της και με την άκρη της γλώσσας μου γεύτηκα της πληγές τους.
Το ίδιο έκανε κι εκείνη για μια στιγμή προφέροντας συνάμα μέσα στο στόμα μου.
-Άνθρωπος, και μου έβαλε το αχλάδι μέσα στη χούφτα.
-Πάρε το αχλάδι… το έχει ανάγκη.
-Δεν έχω τίποτα να σου δώσω σε αντάλλαγμα, πρόσθεσα.
-Μου έδωσες, απάντησε εκείνη με τόνο που δεν χωρούσε αμφισβήτηση.
Κατόπιν άρχισε να τυλίγει τα κουρέλια στο κεφάλι της
-Τι σου έδωσα; ρώτησα απορημένα.
Με ένα επιδέξιο τίναγμα βρέθηκε έξω από το λάκκο μου.
-Που πας; Μείνε λίγο ακόμη, φώναξα ταραγμένος.
-Τα θαύματα λίγο διαρκούν… Ευχαριστώ! ψέλλισε απλά και ξαφνικά ανάλαφρη σαν αγέρι εξαφανίστηκε μέσα
στο σκοτάδι όπως είχε εμφανιστεί.
-Ούτε το όνομα σου δεν ξέρω, μονολόγησα με απογοήτευση όχι δυνατά αλλά μέσα στην ησυχία φαίνεται πως με άκουσε.
-Ζωή, με λένε, όπως τότε… θυμάσαι; μου φώναξε και μετά απόλυτη σιωπή.
Όταν μετά από λίγο καταλάγιασε ο οργανισμός μου, ο Πάρις, αλίμονο, είχε ήδη ξεψυχήσει, χωρίς να προλάβει να φάει
το αχλάδι. Η οδύνη έκοψε την ανάσα μου. Τόσο καιρό περίμενα ένα θαύμα, μόλις το κράτησα στα χέρια μου και δεν
πρόλαβα να του το προσφέρω. Δεν είχα δάκρια πια, είχα στερέψει. Έμεινα μόνος και σιωπηλός. Μετά από λίγο, κατά ένα
περίεργο τρόπο ένιωθα ελεύθερος, επιτέλους τώρα θα μπορούσα να πεθάνω κι εγώ ήσυχος, να γλιτώσω αυτό το μαρτύριο.
Πρώτα όμως έπρεπε να βρω τη Ζωή να της επιστρέψω το αχλάδι.
Βγήκα έξω με ατύλιχτο κεφάλι, μερικές σταγόνες όξινης βροχής πέφτανε στο πρόσωπο μου. δεν με ένοιαζε που έτσουζαν
οι πληγές μου.
«Βρέχει μετά από έξη μήνες!… Ίσως να έφτασε το φθινόπωρο!», άκουσα κάτι ψίθυρους πίσω μου.
Μετά σκοτάδι…

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΡΩΤΑΕΙ

Το διήγημα "η ζωή δεν ρωτάει" παρουσιάστηκε στον "Ριζοσπάστη" την Κυριακή 28 Μαρτίου 2008


Η ΖΩΗ ΔΕ ΡΩΤΑΕΙ

Το γέλιο και το κλάμα, είναι δυο σπασμοί που μοιάζουν. Στα χρόνια μαθαίνεις πόσο απόλυτα όμοια είναι αυτά τα δυο. Πως προέρχονται από την ίδια πηγή, την ψυχή. Χαρά και πόνο δυο αίτια ζωής. που σαν σαλτιμπάγκοι προσφέρουν τις στιγμές τους πλημμυρίζοντας τα μάτια δάκρια και τα πρόσωπα με ρυτίδες χαραγμένα.
Πόσα δεν υπόσχονται αυτά τα πρόσωπα ν’ αποκαλύψουν. Ένα ενδιαφέρον, μα άγνωστο πάντα μέλλον, γεμάτο μυστικά όμοια με αυτά που υπάρχουν στις αράδες ενός χιλιοτσαλακωμένου βιβλίου απ’ τις επαναλήψεις.
Είναι κι αυτά, τα μυστικά, φυλαγμένα σαν τις μεγάλες αγάπες που ζούνε αιώνια μόνο μέσα σε κιτρινισμένα φύλλα.

Ο Μαρκέζε Φερνάντεζ, άφησε πίσω μάνα ανήμπορη, σχεδόν ετοιμοθάνατη που δεν ήξερε αν στην επιστροφή του θα τη συναντούσε ζωντανή. Όμως έπρεπε να φύγει, έπρεπε να κερδίσει χρήματα, αυτά τα ξεφτιλισμένα χρήματα που έχουν τέτοια δύναμη να γεννούνε ακόμη και τη σαγήνη σε μια γυναίκα γι αυτόν που θα της προσφέρει τα οφέλη τους. Κι αυτός, με μια μεγάλη δόση τρέλας τη λαχταρούσε, την αγαπούσε παράφορα.
Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να γίνει πλούσιος μήπως και κατάφερνε να κερδίσει την καρδιά της μικρής Ίλβα Πουένσο, που γνώριζε πόσο της άρεσε η καλή, η πλούσια ζωή.
«Η ζωή μου ανήκει και θέλω να τη ζήσω όπως μου αρέσει. Να της ρουφήξω το μεδούλι. Δεν αντέχω τις μιζέριες. Φτάνει πια!».
Αυτά τα λόγια του είχε τονίσει μόλις στο ξεκίνημα της εφηβείας της με το γνωστό θράσος της ανενδοίαστης νιότης, αλλά ταυτόχρονα και τόσο αληθινή η επιθυμία της για ζωή που άμβλυνε στα σωθικά της συνείδησης του κάθε αντίδραση, όταν εκείνος της είπε έτσι απλά, πως την αγαπάει.
Κατόπιν βυθισμένος στην απογοήτευση σκεφτόταν πως δεν είχε άλλο όπλο να προβάλει ενάντια στην επιθυμία της για πλούτο εκτός από την επιθυμία του να την κάνει δική του. «Στον έρωτα μπροστά όλοι είμαστε αδύναμοι», ψέλλισε μέσα στα δόντια του και κατέληξε. «Θα γυρίσω!».
Στη στιγμή πήρε την απόφαση να μπαρκάρει. Τόσοι και τόσοι φίλοι και γνωστοί του το είχαν κάνει προηγούμενα. Μια εποχή είχε αδειάσει η γειτονιά από άντρες. Και τώρα κι εκείνος είχε ανάγκη να ξεφύγει απ’ τη μιζέρια, αλλά ο μοναδικός δεσμός με την ανήμπορη μάνα του τον είχε κρατήσει κοντά της για να φροντίζει τις ανάγκες της.
Όμως αυτή η φτώχεια ήταν η αρρώστια που τους έδερνε αλύπητα κι έπρεπε πάση θυσία να διώξει από πάνω τους. Και η Ίλβα του έδινε την αφορμή να κάνει το πρώτο βήμα στη φυγή του. Εκείνη η μικρή του άνοιγε την πόρτα για μια καινούρια ζωή που δεν είχε σκοπό να ξεκινήσει αν δεν έφευγε.

Είκοσι έξι γεμάτα χρόνια διαφορά είχαν, ο Μαρκέζε Φερνάντεζ και η Ίλβα Πουένζο, αλλά εκείνη έδειχνε έτοιμη γυναίκα και στο σώμα και στη σκέψη. Λες και το χέρι του θεού είχε επέμβει προσεκτικά επάνω της και γέμισε το μυαλό της εξυπνάδα και σμίλεψε ένα αλαβάστρινο κορμί που επάνω του θ’ ακουμπούσε το πεπρωμένο της. Και πράγματι αυτή η εξαίσια ομορφιά έδειχνε πως είναι προορισμένη για κάτι ξεχωριστό που κανείς δεν μπορούσε να υπολογίσει ακριβώς τι θα ήταν αυτό που της έταζε η μοίρα. Ή μήπως, η πραγματικότητα θα την οδηγούσε στην αποκλειστική προοπτική, όπως τα περισσότερα κορίτσια της παραγκούπολης, να ικανοποιεί κι αυτή φτωχές ηδονές σε τυχαία πέη.
Από παιδούλα άκουγε ο Μαρκέζε Φερνάντεζ τη φωνή της να ξεσηκώνει τη γειτονιά, όταν όλα τα παιδιά ξεχύνονταν να παίξουν στα χωμάτινα δρομάκια γύρω από τις παράγκες και λιγωνόταν από την ανάγκη να την κοιτάζει και να μη χορταίνει την παρουσία της.
Τον τρέλαινε αυτό το θεϊκό χάρισμα της, η παιδιάστικη όσο και αισθησιακή χάρη να φέρεται ενστικτωδώς για το που υπάρχει το συμφέρον της.
Η παρουσία της σαν βρώμικη σκέψη τρύπωσε μέσα του, μόλυνε την καρδιά του κι ωρίμαζε σαν ανάγκη να κερδίσει την εμπιστοσύνη της και να την κάνει δική του, όσο αυτό το πρόωρα ανεπτυγμένο μικρό κορίτσι φανέρωνε επιδεικτικά μια πλούσια θηλυκότητα, φαινομενικά τουλάχιστον ακόμα άδολη, τόσο αυτή η ανάγκη του μεγάλωνε και γινόταν μοχθηρά απαιτητική.
Άρχισε να τη θυμάται από την ηλικία των επτά χρόνων της καθώς δυο πρόωροι μυτεροί και τρυφεροί καρποί φύτρωσαν επάνω της επιδεικτικά σαν να προειδοποιούσαν, πως το αίμα που κυλούσε στις φλέβες της θα στροβιλιζόταν αφρισμένο μέσα στις ηδονές που θα έρχονταν.
Από τότε άρχισε να τη βλέπει σαν γυναίκα που μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει, όπως όλες οι γυναίκες που είναι ταγμένες να φροντίζουν, να υπηρετούν και να πιστεύουν έναν πλούσιο άντρα.
Μετά, όσο περνούσε ο καιρός και μεγάλωνε, αναγνώρισε ο Μαρκέζε Φερνάντεζ, πως έκρυβε μέσα της μια απρόβλεπτη συμπεριφορά μια πονηριά κι ένα πείσμα γυναίκας έμπειρης. Το βλέμμα της είχε μια ανυπότακτη πονηριά σαν αρπακτικού ζώου που ακόμη και μέσα στην ηρεμία του λαμπύριζε έντονα σαν φλόγα μια ανεπιφύλακτη αμφιβολία. Αυτή η φλόγα της αμφιβολίας ήταν που έκανε τα αμυγδαλωτά μάτια της αδιαπέραστα. Όμως, μαζί με την ηλικία της Ίλβα μεγάλωνε μέσα του μια απίστευτα σκληρή ζήλεια, ειδικά όταν την έβλεπε να μιλάει με άλλα αγόρια ή με κάποιους άντρες που μάθαιναν για την ομορφιά της κι ανέβαιναν από τις φυτείες καφέ του Σάο Πάολο και της χάριζαν εσώρουχα προκειμένου να τους αφήσει να πιάσουν λίγο τη σάρκα της. Εκείνη τα έπαιρνε ανενδοίαστα, σκασμένη στα γέλια κι ο Μαρκέζε Φερνάντεζ έπαιρνε όρκους πως μια μέρα θα την σκότωνε, αν τελικά δε την κέρδιζε.

Ούτε μια μέρα δεν άφησε που να μην της γράψει στα τρία χρόνια που έλειπε για τα όνειρα και τις ελπίδες του. Για τον πόθο του να επιστρέψει με πολλά ρεάλ και να ζήσουν μαζί με άνεση. Είχε μαζέψει αρκετά ώστε να της προσφέρει τα πάντα και να της φροντίζει το κορμί σαν κήπο που κατόπιν θα του πρόσφερε τα αρώματα του.
Δικό της γράμμα δεν έλαβε ποτέ, γιατί ποτέ δεν τόλμησε να στείλει ούτε καν ένα από αυτά επειδή τρόμαζε μπροστά στην απόρριψη της. Ένα κουτί είχε γεμίσει με σκέψεις, παρακάλια, τάματα και όνειρα που θα ήθελε να ζήσει μόνο μαζί της. Αλλά και τι, να της έλεγε, πως τη σκέφτεται, πως την αγαπάει, γιατί; για να πάρει την ίδια απάντηση μέσα από ένα αναιδές γέλιο. «Σου είπα, θέλω να ζήσω πλούσια ζωή!».
Θα έκανε λοιπόν υπομονή, θα ανεχότανε τα πάντα, δεν θα χαλούσε ρεάλ, ούτε ένα σεντάβος, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει τα γυρίσματα της ζωής και το πότε θα έπεφτε στην ανάγκη του. Τότε θα έπρεπε με τα χιλιάδες ρεάλια του να είναι έτοιμος να αναλάβει τη ζωή της, να χειριστεί το κορμί της, να πατήσει τη ψυχή της που σαν τρελός ποθούσε.

Ποιος περίμενε όμως πως θα μείνει σακάτης μόλις στα σαράντα του, στο πρώτο κιόλας αναγκαστικό μπάρκο. Ένας κάβος έσπασε και του έκοψε το δεξί πόδι σίρριζα απ’ το γόνατο.
Από τότε ο μοναχικός Μαρκέζε Φερνάντεζ, πέθανε και η μάνα του έξι μήνες μετά τη φυγή του, κάθε πρωί κάθεται στην αυλή του στην ίδια θέση και ταΐζει ψίχουλα τα περιστέρια του, τα μοναδικά πλάσματα που συναναστρέφεται και μιλάει μαζί τους.
Μα εκείνος είχε τις δικές του σκέψεις και προετοίμαζε τα δικά του σχέδια. Απλά περίμενε την αφορμή που θα τα έβαζε σ’ εφαρμογή.
Ήταν κουτσός και γι αυτή την αιτία, έτσι του είπε, δεν τον ήθελε η Ίλβα. Πουένσο. Αυτή η σκέψη τον έπνιγε και τον βύθιζε στην κατάθλιψη. Η μόνη ευχαρίστηση που ένιωθε ήταν να στέκεται κρυμμένος πίσω από το παράθυρο του και να παρακολουθεί την Ίλβα του, τις ώρες που μπαινόβγαινε απ’ το σπίτι της ή στην αυλή που άπλωνε τα ρούχα κι έσκυβε και τεντωνόταν, μιλούσε, φώναζε και γελούσε. Γέμιζε ο εσωτερικός του κόσμος μαζί της. Ήταν μια παράξενη διεργασία που προερχόταν από τις εικόνες της και οι οποίες τον ολοκλήρωναν.
Μαγευότανε με την παρουσία της και μια ηδονή παράξενη κατέκλυζε τη λογική του σαν ευχαρίστηση ερωτικής πράξης. Μετά από λίγο διάστημα η Ίλβα Πουένσο τον έβλεπε πως την παρακολουθεί κι άρχισε μαζί του ένα δήθεν τυχαίο ερωτικό παιχνίδι για να του παίρνει ρεάλ που εκείνος της άφηνε στο φαγωμένο σκαλοπάτι της εξώπορτας του.
Της άρεσε η ιδέα να αναστατώνει αυτό τον άντρα που γνώριζε, πως και τη ζωή του ακόμη θα ήταν ικανός να της χαρίσει αν του το ζητούσε, αλλά την αναίδεια της εξιτάριζε και η ντροπή του, η αδυναμία του που δεν είχε τη δυνατότητα να σταθεί πλάι της όπως εκείνη ήθελε, πλούσιος και με δύο πόδια.
Ήξερε πως την αγαπούσε και χάριν αυτού του πρόσφερε, έστω από απόσταση, μέρη από το όμορφο σώμα της. Πότε σήκωνε τη φούστα της μέχρι τους μηρούς επάνω δήθεν τυχαία. Πότε περιφερόταν στην αυλή με το κοντό νυχτικό ή με τα εσώρουχα ρίχνοντας του πονηρά φευγαλέα βλέμματα.
Άλλοτε έκανε μπάνιο πίσω από μια σκουριασμένη λαμαρίνα αφήνοντας ακάλυπτο όλο το κορμί της και παίρνοντας στάσεις προκλητικές τον κοίταζε και γελούσε που τον ένιωθε να λιώνει στην αυτόχειρη ηδονή του.

Η γιορτή της Σάντα Λουτσία, γέμισε τους χωμάτινους δρόμους κλαρωτές φούστες και λευκές καμίσες που χόρευαν στους ρυθμούς των μαριάτσι. Δυο μελαψά παλικάρια πήραν την Ίλβα Πουένσο από το σπίτι της. Εκείνη μέσα στα γέλια της έριξε μια ματιά στο κλειστό παραθυρόφυλλο του Μαρκέζε Φερνάντες, που ήξερε πως την κρυφοκοιτάζει.

Χάραζε σχεδόν στην πόλη της χαμένης νόρμας. Μόνο ένας κόκορας θύμιζε πως υπάρχει ζωή. Το γέλιο και το κλάμα, είναι δυο σπασμοί που μοιάζουν.
Η Παλάμη του Μαρκέζε Φερνάντες σαν μήτρα γαντζώθηκε να φράξει το στόμα που πολύ ποθούσε να φιλήσει.
Μια λάμα κι ένας λυγμός βουβός βύθισε στο κόκκινο σκοτάδι την Ίλβα Πουένσο. Την Ίλβα του.
δημήτρης βαρβαρήγος 2008

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Στην άκρη της ύπαρξης

Φεβρουάριος 2004 στο σπίτι της βαριάς άρρωστης μάνας μου.
db


Στην άκρη της ύπαρξης

Ο κατάφωτος δρόμος έσφυζε από ζωή. Τα μαγαζιά με τις νέον πολύχρωμες ταμπέλες χάριζαν ένα πανηγυριώτικο ύφος χαράς. Κάθε λογής φλεγόμενος κόσμος συνωστιζόταν στις εισόδους τους να πληροφορηθεί το ζωντανό σέξι πρόγραμμα.
Αυτοκίνητα σε αέναο πήγαινε έλα γέμιζαν το τόπο με φασαρία και καυσαέριο. Την ίδια κίνηση είχαν και οι πόρνες στα πεζοδρόμια που με προκλητικό ύφος προσπαθούσε η κάθε μία με τον δικό της τρόπο να πείσει κάποιον πελάτη να πάει μαζί της. Αρκετοί μεθυσμένοι ξάπλα σε κάποια σημεία που βρίσκανε απάγκιο από το νυχτερινό αγιάζι που τρύπαγε το κόκαλο, αλλά ευεργετικός φίλος στις μεθυσμένες αισθήσεις των ξενύχτηδων.
Ανάμεσα σε αυτό πολύχρωμο και πολύβουο συνονθύλευμα παραπατούσε κι ένας άντρας που έδειχνε από το δυνατό παραμιλητό του να τα έχει με τον εαυτό του και την τύχη του.
Είχε από το σπίτι του αρχίσει να πίνει όταν διάβασε το γράμμα που του άφησε η γυναίκα που αγαπούσε. Όταν πήρε απόφαση να φτάσει στην εξηκοστή - ενάτη οδό για ν’ αγοράσει παράνομα από κανέναν αράπη ένα περίστροφο, ήταν είδη λιώμα.
Δεν το έβαλε όμως κάτω. Έδειχνε μέσα του αποφασισμένος πως έπρεπε να εκδικηθεί την ατιμία που του σκάρωσε ο καλύτερος φίλος του.

Στο πρώτο μπαρ που βρήκε μπήκε μέσα. Βαρύθυμος και αμίλητος κάθισε στη μπάρα και παράγγειλε μια μπουκάλα ουίσκι. Η φωνή της νέγρας τραγουδίστριας, Ntany Rasf, δονούσε το χώρο με ένα ρυθμό που του ξυπνούσε μνήμες με μια πρωτόγνωρη άνεση να πίνει. Αδιάφορος για το γυμνό θέαμα της όμορφης Λολίτας που έκανε dance strip, αφοσιώθηκε στις σκέψεις του και στο τσαλακωμένο χαρτί που το άπλωσε μπροστά του σαν να επρόκειτο για κανένα πετσετάκι.
Από τσιγάρο σε συλλαβή κι από συλλαβή σε τσιγάρο άναβε και διάβαζε δείχνοντας πως κάποια σοβαρή αιτία τον είχε φέρει στα άκρα.

Ο γέρος, με χρυσά δαχτυλίδια στα δάχτυλα και βρώμικα νύχια σαν από το πουθενά μιας κατασκότεινης γωνίας ξεπετάχτηκε και τρεκλίζοντας, με ρυθμό τζαζ, ως συνήθως από τη μόνιμη σούρα, έφτασε κοντά του ανενδοίαστα για την καθιερωμένη του τράκα.
Για να κρατήσει τα προσχήματα κάποιας ευγένειας δεν παρέλειψε να καλύψει το στόμα του με την παλάμη για να συγκρατήσει τα σάλια που του έφευγαν.
-Κερνάς ένα τσιγάρο γιατί ξέμεινα…
Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του και χωρίς να στρέψει το βλέμμα του, ο άντρας, έσπρωξε όλο το πακέτο προς το μέρος του γέρου και προσπάθησε να κρύψει τη μύτη του από την βρώμα του ψημένου κοτόπουλου που μύριζε η σταφιδιασμένη σάρκα του.
Εκείνος κοίταξε μια το πακέτο και μια τον άντρα.
-Πάρτο όλο, του τόνισε, ο άντρας, για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση.
-Με αγχώνεις, μίστερ, δεν θέλω πακέτο, ένα τσιγάρο μόνο, αλλιώς δεν θα μπορέσω να στο επιστρέψω… αλλά είναι και το άλλο…
-Ποιο άλλο; ρωτάει με περιέργεια ο άντρας και στρέφει τη ματιά του επάνω στο γέρο.
-Αν πάρω όλο το πακέτο δεν θα έχω την ανάγκη του τσιγάρου γιατί θ’ ανάβω όποτε θέλω και θα χάσω την ευκαιρία να ζητάω από αγνώστους και να πιάνω την κουβέντα μαζί τους…
-Πάρε τότε ότι θέλεις.
-Ένα για την αγία Παρασκευή…
-Είναι κολλητή σου η αγία Παρασκευή;
-Όχι η γυναίκα μου.
Ο άντρας τον κοιτάζει περίεργα και χαμογελώντας ειρωνικά ρωτάει.
-Και γιατί αγία;
-Έχει πεθάνει.
-Λυπάμαι.
-Μη λυπάσαι.
-Γιατί;
-Πάνε χρόνια, συνήθισα πια στη μοναξιά… εσύ;
-Τι εγώ;
-Για πια αγία Παρασκευή, πίνεις;
-Είχα κι εγώ μέχρι πριν δυο ώρες μια Guilis.
-Τα συλλυπητήρια μου.
-Δεν πέθανε.
-Αλλά;
-Την κοπάνησε.
-Α, κατάλαβα, η γνωστή ιστορία.
-Τα έφτιαξε με άλλον;
Ο άντρας γνέφει το κεφάλι του καταφατικά με το γνωστό απλανές ύφος του μεθυσμένου κι αδειάζει με μια γουλιά το γεμάτο ποτήρι του. Καίγεται μα παριστάνει πως το αντέχει ενώ από μέσα του αναρωτιέται γι αυτό που κάνει, που βρίσκει τη δύναμη και καταφέρνει να πίνει ανεξέλεγκτα.

Η μπάσα φωνή της Rasf, παρεμβάλλεται ανάμεσα τους για μερικά λεπτά, μετά ο γέρος σαν να μονολογεί συνεχίζει.
-Έπρεπε να το καταλάβω μόλις σε είδα, τόσα χρόνια πείρα εδώ μέσα. Γι αυτό πίνεις;
Ο άντρας κουνάει καταφατικά το κεφάλι του σαν ανόητος μαθητής που τον μαλώνει ο δάσκαλος του..
-Στην αρχή θα σου κακοφανεί αλλά μετά θα σου περάσει… έχε μου εμπιστοσύνη.
Ξαφνικά, ο γέρος, τινάζει το χέρι του, το τσιγάρο του έκαψε τα δάχτυλα, το σβήνει κι αμέσως ρωτάει.
-Αχ! Οι δυσκολίες δεν ξεπερνιόνται αν δεν έχεις την πικρή συντροφιά του…
-Αγία Παρασκευή είναι αυτή, πάρε, τον προλαβαίνει ο άντρας.
-Αυτό για την Guilis.
Ο άντρας κουνάει καταφατικά το κεφάλι του με την αποτίμηση κάποιας απόγνωσης.
-Πληγωμένος εγωισμός, έτσι συμβαίνει πάντα… μπορεί να φτύνεις μια γυναίκα όσο νομίζεις ότι σου ανήκει, μα όταν σε παρατήσει πρώτη πεθαίνεις απ’ το κακό σου…
Ο άντρας κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.
-Χείμαρρος είσαι.
-Τι θες ν’ ακούσεις γέρο, για το κέρατο που φύτρωσε στο κεφάλι μου;
-Που ξέρεις, μπορεί να λειτουργήσει, να σ’ ελαφρύνει. Πάντα χρειάζεται ένας καλός φίλος ν’ ακούει το πρόβλημά σου.
-Κι εσύ είσαι καλός φίλος;
-Θα γίνω, τσιγάρα έχουμε, του λέει και κοιτάει το ποτό του άντρα.
Εκείνος κάνει νόημα στο μπάρμαν.
-Κέρασε το φίλο μου.
-Το γνωστό, απαντάει ο γέρος χωρίς να χάσει την ευκαιρία.
-Πιστεύω πως θα ευλογάς τώρα γέρο, την Guilis, που σου εξασφάλισε τσιγάρο και ποτό απόψε, του λέει ο άντρας και γελάει πικρόχολα.
-Μα, τι λες, φίλοι είμαστε, τα μοιραζόμαστε όλα.
-Αυτό είναι σίγουρο, συνεχίζει να γελάει πικρόχολα. Τόσο πολύ που ο λεχρίτης μοιράστηκε μαζί μου τη Guilis.
-Φιλαράκι στην έκανε;
Ο άντρας κουνάει απελπισμένα το κεφάλι του.
-Πάντα έτσι συμβαίνει. κάποιος υπάρχει να σου αρπάξει κάτι.
-Μα τη γυναίκα μου!
-Όλοι ψάχνουν τις γυναίκες των άλλων… έτσι συμβαίνει.
-Θα με βοηθήσεις να τον σκοτώσω;
-Αστειεύεσαι, μαζί θα το κάνουμε, όμως θέλει σχέδιο…
-Όπλο χρειάζεται.
-Έχεις;
-Όχι, αν είχα θα το είχα κάνει.
-Σίγουρα θα ήθελες να αποκτήσεις ένα;
-Απαραίτητα. Είμαι αποφασισμένος, θα το κάνω.
-Σκέψου λογικά. Πρώτα σκέψου λογικά. Αυτός ο…
-Dabid..
-Αυτός, ο Dabid, θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε από εδώ μέσα… ένας τυχαίος άντρας που παριστάνει τον εραστή επειδή μια γυναίκα του χάρισε τη διαθεσιμότητα της.
-Δεν είναι τυχαίος κάποιος που θεωρείς φίλο σου. Είχαμε ζήσει πολλά μαζί δυνατές στιγμές και με την πρώτη ευκαιρία να μου αρπάζει τη γυναίκα.
-Σωστά, μα επιμένω αν ακολουθήσουμε τη λογική που λέει πως η γυναίκα δίνει το ελεύθερο για να την κατακτήσει ο άντρας…
-Πουτάνα!.. Σταμάτα, γέρο, τα ξέρω αυτά, φώναξε τρομερά ενοχλημένος ο άντρας.
-Εντάξει σταματάω, σβήνει το τσιγάρο και συνεχίζει, πώς να μην καπνίζεις με τόσα προβλήματα, τονίζει με υπονοούμενο.
Ένας λυγμός ξέφυγε από το στέρνο του άντρα που προσπάθησε να τον κρύψει με τα λόγια.
-Εμπρός γέρο, πάρε τσιγάρο και συνέχισε να δω που θα το πας.
-Η γυναίκα είναι ο σατανάς εξανθρωπισμένος. Δε λέω είναι ωραία αλλά θέλει μεγάλη προσοχή μη σε πάρει από κάτω.
-Ακριβώς έτσι έγινε ρε γέρο…
-Frank…
-Έτσι έγινε γέρο Frank, με κέρδισε και μετά με σακάτεψε. Της έδωσα τα πάντα και με πούλησε.
Ο γέρος έγνεψε καταφατικά.
-Ήθελα να’ ξερα, δεν θα χει ενοχές τώρα;
-Όταν ψάχνεις για ενοχές στη ψυχή μιας γυναίκας είναι σαν να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχυρα…
-Φαντάζομαι τι θα τράβηξες από την αγία Παρασκευή για να βγάζεις τόσο μεγάλο μισογυνισμό.
-Γυναίκες!
Ο άντρας σηκώνει το ποτήρι και πίνει μονοκοπανιά. Καίγεται, όλα γυρίζουν γύρω του, μονολογεί.
-Κορόιδευα αυτούς που πίνουνε, άλλοτε αναρωτιόμουνα πως το αντέχουν, όλα γίνονται άμα έχεις μια Guilis.
-Μια αγία Guilis, συμπληρώνει ο γέρος.
-Μια σκρόφα. Έχασα την εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο
-Στη γυναίκα να λες καλύτερα…δεν σ’ αγαπούσε;
-Πολύ, τουλάχιστον έτσι έδειχνε, αλλά δεν νομίζω πάλι… τόση υποκρισία; Για ένα μεγάλο διάστημα όλα κυλούσαν ήρεμα. Είμαστε ευτυχισμένοι, εδώ που τα λέμε βασίστηκα στην απόλυτη αποδοχή της… έδειχνε να ανέχεται κάθε μου παραξενιά. Νομίζω, φταίω…
-Πάντα υπάρχει η αυτουργία του άλλου για τις πράξεις μας.
-Παραφέρθηκα κι εγώ, νόμιζα πως ήταν κεκτημένη μου υπόθεση η σχέση μας. Έφευγα μερικές φορές, ξέρεις τώρα πότε οι φίλοι, πότε οι… φίλες. Δεν μιλούσε και αυτό με βόλευε. Μα και τώρα στο τέλος κάποιες φορές που πήγε να μου μιλήσει ή την αποπήρα ή την απείλησα πως θα την έδερνα και σταμάτησε. Από τότε δεν μου ξαναείπε ότι την αφήνω μόνη.
-Χα, έτσι γίνεται πάντα…
-…Υπέθετα πως την είχα βάλει στη θέση της και ήταν πλέον υπάκουη, μέχρι σήμερα που όλα ανατράπηκαν.
δημήτρης βαρβαρήγος







Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2008

Της Νύχτας Όνειρο


Ήρθε ο καιρός να κλειστώ πάλι στον εαυτό μου. Ν’ αφοσιωθώ στα κείμενα μου για να μπορέσω να ολοκληρώσω κάποιες σκέψεις μου.
Είναι βλέπετε η μοναχικότητα το αντίτιμο της δημιουργίας.
Είναι όμως πανέμορφες κι ανεπανάληπτες οι στιγμές, όταν κάτι καινούργιο βλέπει το φως.
Χάνομαι στο σκοτάδι, και στις ήρεμες νύχτες… για μένα τουλάχιστον αυτό το σκοτάδι είναι από τους καλύτερους συμμάχους για τη δημιουργία.
Μέσα στη νύχτα όπου η σιωπή έχει φωνή εγώ καταφέρνω να βρίσκω εκείνη τη γαλήνη που χρειάζεται η σκέψη και η φαντασία για να οργανωθούν και ν' αποδώσουν δημιουργικά.
Όπως αντιλαμβάνεστε, η υπέρβαση της διαδικτυακής κοινωνικότητας για μένα παίρνει προσωρινά τέλος.
Θεωρώ πως κλείνει ο κύκλος μου για μερικούς μήνες.
Ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου όλες τις καλές φίλες και τους καλούς φίλους που με τιμήσατε με τις επισκέψεις σας και τα αξιόλογα σχόλια σας.
Είναι σίγουρο πως σε στιγμές βαθιάς ανάγκης θα επισκέπτομαι τα Blogs σας τα οποία είναι εξαιρετικά κι ενδιαφέροντα. Θα διαβάζω τα κείμενα σας με μεγάλο ενδιαφέρον…
Μέχρι τότε, αν θελήσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου, θα είναι ιδιαίτερη χαρά μου. Γιατί αυτό θα σημαίνει πως δεν με ξεχάσατε.

Να είστε όλοι καλά!